FAQs About the word flumping

τούμπα

to move or fall suddenly and heavily, a dull heavy sound (as of a fall), to place or drop with a flump

αφήνω να πέσει,ρίξιμο,ρίχνω,πλαταγίζοντας,εγκατάσταση,Πλάνκινγκ,πλονκινγκ,παχουλός,τσίμπωμα,κούνιασμα

No antonyms found.

flumped => έπεσε, flummoxing => απογοητευτικό, flummoxed => αιφνιδιασμένος, flumes => υδρορροές, flukes => ταινίες,