Greek Meaning of keener
πιο οξυδερκής
Other Greek words related to πιο οξυδερκής
Nearest Words of keener
Definitions and Meaning of keener in English
keener (n.)
A professional mourner who wails at a funeral.
FAQs About the word keener
πιο οξυδερκής
A professional mourner who wails at a funeral.
οξύς,γρήγορος,ευαίσθητος,κοφτερός,ακριβής,σαφής,λεπτός,διακριτικός,καλό,καλός
κακός,νεκρός,βαρετό,θαμπό,ξεθώριασμα,νεκρωμένο,αμυδρό,ανακριβής,ανακριβής,αναίσθητος
keen => απότομος, keelvat => τρόπιδα, keelson => Καρίνα, keel-shaped => Μορφή καρίνας, keels => καρίνα (καρίνα),