FAQs About the word keelfat

κητολίπαρο

A cooler; a vat for cooling wort, etc.

No synonyms found.

No antonyms found.

keeler => κιλερ, keeled garlic => Σκoρδoπράσο με κυρτές άκρες, keeled => με καρίνα, keelboat => Ιστιοφόρο γιοτ με καρίνα, keelage => τρίχινα,