Greek Meaning of crashing
συντριβή
Other Greek words related to συντριβή
- απόλυτος
- ολοκληρωμένο
- διάολε
- κατάρατος
- θανατηφόρος
- ορισμένος
- εντελώς
- τέλειο
- καθαρός
- πραγματικός
- διάφανος
- απλός
- συνολικό
- άνευ όρων
- προφέρει
- πολύ
- Ολοήμερος
- θρασύς
- κενό
- ανθισμένος
- κατηγορηματικός
- Καθαρός
- σταθερά
- ολοκληρωμένος
- νεκρός
- απολύτως
- φοβερός
- ατελείωτος
- αιώνιος
- δίκαιο
- επίπεδος
- γνήσιος
- φρικτός
- τεράστιος
- καθαρά και ξάστερα
- αιώνιος
- κατακόρυφος
- βαθύς
- βαθμός
- τακτικός
- σκληρός
- πέτρα
- κατευθείαν
- φοβερός
- εμπεριστατωμένος
- διεξοδικός
- ατόφιος
- απαύστως
- αμείωτος
- ανειδίκευτος
- πραγματικός
- με το γκάζι στο τέρμα
- αυθεντικός
- καταπληκτικός
- κατηγορηματικός
- κλασικός
- επιβεβαιωμένο
- εξαιρετικός
- ακραίο
- τρομερός
- συνήθης
- απελπισμένος
- αμετανόητος
- κύριος
- υπερθετικός
- Ανώτατος
- ξεπερνώντας
- φοβερός
- αθάνατος
- unremitting **ακατάπαυστος
- απεριόριστος
Nearest Words of crashing
- crasher => καταστροφέας
- crash-dive => Κατακόρυφη βουτιά
- crash programme => Πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης
- crash program => Πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης
- crash landing => Συτριβή
- crash land => Αναγκαστική προσγείωση
- crash helmet => Κράνος ασφαλείας
- crash dive => Κατακόρυφη βουτιά
- crash course => Επιταχυνόμενο μάθημα
- crash barrier => Ενεργητική μπαριέρα
Definitions and Meaning of crashing in English
crashing (s)
informal intensifiers
FAQs About the word crashing
συντριβή
informal intensifiers
απόλυτος,ολοκληρωμένο,διάολε,κατάρατος,θανατηφόρος,ορισμένος,εντελώς,τέλειο,καθαρός,πραγματικός
αμφίβολος,αμφίβολος,αμφισβητήσιμος,περιορισμένος,αβέβαιος,κατάλληλος,αμφίβολος
crasher => καταστροφέας, crash-dive => Κατακόρυφη βουτιά, crash programme => Πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης, crash program => Πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης, crash landing => Συτριβή,