Greek Meaning of crashing

συντριβή

Other Greek words related to συντριβή

Definitions and Meaning of crashing in English

Wordnet

crashing (s)

informal intensifiers

FAQs About the word crashing

συντριβή

informal intensifiers

απόλυτος,ολοκληρωμένο,διάολε,κατάρατος,θανατηφόρος,ορισμένος,εντελώς,τέλειο,καθαρός,πραγματικός

αμφίβολος,αμφίβολος,αμφισβητήσιμος,περιορισμένος,αβέβαιος,κατάλληλος,αμφίβολος

crasher => καταστροφέας, crash-dive => Κατακόρυφη βουτιά, crash programme => Πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης, crash program => Πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης, crash landing => Συτριβή,