Greek Meaning of unrestricted

απεριόριστος

Other Greek words related to απεριόριστος

Definitions and Meaning of unrestricted in English

Wordnet

unrestricted (a)

not subject to or subjected to restriction

Wordnet

unrestricted (s)

free of restrictions on conduct

not restricted or exclusive

not restricted or modified in meaning

never having had security classification

FAQs About the word unrestricted

απεριόριστος

not subject to or subjected to restriction, free of restrictions on conduct, not restricted or exclusive, not restricted or modified in meaning, never having ha

ανοιχτό,Δημόσιος,Προσβάσιμο,Διαθέσιμο,συλλογικός,κοινοτικός,δωρεάν,δωρεάν για όλους,κοινός,κοινός

Κλειστό,αποκλειστικός,περιορισμένος,ιδιωτικό,περιορισμένος,απαγορευμένη περιοχή,απρόσιτος,μη διαθέσιμο

unrestraint => Έλλειψη συγκράτησης, unrestrainedly => ανεξέλεγκτα, unrestrained => ανεξέλεγκτος, unrested => ανήσυχος, unrest => αναταραχές,