Greek Meaning of dishing

Σερβίρισμα

Other Greek words related to Σερβίρισμα

Definitions and Meaning of dishing in English

Webster

dishing (p. pr. & vb. n.)

of Dish

Webster

dishing (a.)

Dish-shaped; concave.

FAQs About the word dishing

Σερβίρισμα

of Dish, Dish-shaped; concave.

κουτσομπολιό,ομιλώντας,κουβέντα,Αποκάλυψη,κουτσομπολιό,λέγοντας,κούνημα,κουβέντα,να παίζεις (με ένα θέμα),Μπλα μπλα

σωπαίνει,σφίξιμο

dishfuls => πλήρεις μερίδες, dishful => πιάτο, dishevelling => μπερδεμένος, dishevelled => ατημέλητος, disheveling => Ακατάστατο,