Greek Meaning of odor
οσμή
Other Greek words related to οσμή
- αέρας
- αρώματα
- ατμόσφαιρα
- αύρα
- Γεύση
- μυρωδιά
- ατμόσφαιρα
- περιβάλλον
- κλίμα
- νιώθω
- συναίσθημα
- φωτοστέφανος
- κάρμα
- διάθεση
- άλω
- πατίνα
- αίσθηση
- ταμπεραμέντο
- δόνηση(εις)
- χαρακτηριστικό
- φωτοστέφανος
- φωτοστέφανος
- χαρακτηριστικός
- χρώμα
- Γένιος τόπου
- ψευδαίσθηση
- εικόνα
- μυστική
- σημείωση
- έννοια
- αρμονική
- ιδιαιτερότητα
- ιδιοκτησία
- Ρομαντισμός
- αίσθηση
- πνεύμα
- πρόταση
- τόνος
- χαρακτηριστικό
Nearest Words of odor
- odontotormae => Οδοντότρωγες
- odontostomatous => οδοντοστοματολογικός
- odontornithes => Οδοντόρνιθες
- odontopteryx => Οδοντοπτέρυγας
- odontoplast => Οδοντοβλάστη
- odontophorus => οδοντοφόρος / odontóforos
- odontophorous => οδοντοφόρος
- odontophore => οδοντοφόρο
- odontophora => Οδοντοφόρα
- odontology => Οδοντιατρική
Definitions and Meaning of odor in English
odor (n)
any property detected by the olfactory system
the sensation that results when olfactory receptors in the nose are stimulated by particular chemicals in gaseous form
odor (n.)
Any smell, whether fragrant or offensive; scent; perfume.
FAQs About the word odor
οσμή
any property detected by the olfactory system, the sensation that results when olfactory receptors in the nose are stimulated by particular chemicals in gaseous
αέρας,αρώματα,ατμόσφαιρα,αύρα,Γεύση,μυρωδιά,ατμόσφαιρα,περιβάλλον,κλίμα,νιώθω
δυσφήμηση,ατίμωση,ντροπή,κακή φήμη,Ατιμία,ατιμία,επίπληξη,ντροπή,υβριστικό,όνειδος
odontotormae => Οδοντότρωγες, odontostomatous => οδοντοστοματολογικός, odontornithes => Οδοντόρνιθες, odontopteryx => Οδοντοπτέρυγας, odontoplast => Οδοντοβλάστη,