Greek Meaning of odorless

άοσμος

Other Greek words related to άοσμος

Definitions and Meaning of odorless in English

Wordnet

odorless (a)

having no odor

Webster

odorless (a.)

Free from odor.

FAQs About the word odorless

άοσμος

having no odorFree from odor.

βρωμερός,Δυσώδης,σάπιο,τάγγος,βρωμερός,βρωμερός,άοσμο,φάουλ,μπαγιάτικος,μουχλιασμένο

αμβροσιακό,αρωματικός,αρωματικό,αρωματισμένο,καυστικός,νόστιμο,αλμυρός,αρωματισμένος,γλυκό,ανθισμένος

odorize => Οιδοποίηση, odoriferous => οσφραντός, odorating => αρωματικός, odorate => οσφρητικός, odorant => αρωματικός,