Greek Meaning of fusty

μπαγιάτικος

Other Greek words related to μπαγιάτικος

Definitions and Meaning of fusty in English

Wordnet

fusty (s)

stale and unclean smelling

old-fashioned and out of date

Webster

fusty (superl)

Moldy; musty; ill-smelling; rank.

Moping.

FAQs About the word fusty

μπαγιάτικος

stale and unclean smelling, old-fashioned and out of dateMoldy; musty; ill-smelling; rank., Moping.

βρωμερός,Βρόμικος,φάουλ,μούχλιασμα,ατημέλητος,ατημέλητος,φάνκι,Δυσώδης,μουχλιασμένο,δυσώδης

αμβροσιακό,αρωματικός,αρωματικό,αρωματισμένο,ευωδιαστός,νόστιμο,αλμυρός,αρωματισμένος,γλυκό,ανθισμένος

fustilugs => τίποτα, fustilug => Φυστίλι, fustigation => μαστίγωμα, fustigate => μαστιγώνω, fustic => Φυστικιά,