Greek Meaning of woodsy
δασώδες
Other Greek words related to δασώδες
Nearest Words of woodsy
Definitions and Meaning of woodsy in English
woodsy (s)
characteristic or suggestive of woods
abounding in trees
woodsy (a.)
Of or pertaining to the woods or forest.
FAQs About the word woodsy
δασώδες
characteristic or suggestive of woods, abounding in treesOf or pertaining to the woods or forest.
αρωματικός,ανθισμένος,πικάντικο,αρωματικό,φρουτώδης,αρωματισμένο,ευωδιαστός,νόστιμο,αλμυρός,αρωματισμένος
βρωμερός,φάουλ,ατημέλητος,ατημέλητος,φάνκι,μπαγιάτικος,Δυσώδης,μουχλιασμένο,δυσώδης,βαθμός
woodstone => ξυλόλιθος, wood-sorrel family => Οξαλιδίδες, woodsmen => ξυλοκόπος, woodsman => ξυλοκόπος, woodsiness => δασικότητα,