Greek Meaning of mystified

μπερδεμένος

Other Greek words related to μπερδεμένος

Definitions and Meaning of mystified in English

Wordnet

mystified (s)

totally perplexed and mixed up

Webster

mystified (imp. & p. p.)

of Mystify

FAQs About the word mystified

μπερδεμένος

totally perplexed and mixed upof Mystify

μπερδεμένος,απορημένος,μπερδεμένος,μπερδεμένος,μπερδεμένος,μπερδεμένος,Μπερδεμένος,θαμπός,μπερδεμένος,μπερδεμένος

σίγουρος,ενημερωμένος,ικανοποιημένος,καθησυχασμένος,διαφωτισμένος

mystificator => Μυστικιστής, mystification => μυστικοποίηση, mysticism => Μυστικισμός, mysticeti => Μυστικοκήτη, mysticete => Μυστικοκήτη,