Greek Meaning of foxed
κιτρινόξανθος
Other Greek words related to κιτρινόξανθος
- μπερδεμένος
- απορημένος
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- Μπερδεμένος
- ρυθμός
- θαμπός
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- ενοχλημένο
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- αποπροσανατολισμένος
- διαταραγμένος
- Αμήχανος
- πανικόβλητος
- συγκεχυμένος
- πήρα
- χαλικόστρωτος
- χαλικωμένο
- μπερδεμένος
- θολό
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- Ποζάρισα
- ταραγμένος
- έκπληκτη
- ανήσυχος
- αναστατωμένος
- ενοχλημένος
- Συγκεχυμένος
- αιφνιδιασμένος
- απορημένος
- ντροπιασμένος
- ταραγμένος
- Γοητευμένος
- απογοητευμένος
- εξαπατημένη
- παραπλανημένος
- αμήχανος
- δυσάρεστος
- αναστατωμένος
- αποσυντονισμένος
- αποθαρρυμένος
- απογοητευμένος
- ανήσυχος
- στεναχωρημένος
- Εξαπατημένος
- χασούρης
- εξαπατημένος
- εξαπατημένος
- εξαπατημένος
- Απατημένος
- παραπλανητικός
- παραπλάνησε
- ταπεινωμένος
- μπερδεμένος
- έκπληκτος
- ταραγμένος
- κολλημένος
- Αυταπατώμενος
- ανισόρροπος
- εντυπωσιάζω
- ξεγελώ
- Ξεγελάω
- χιονισμένος
- κατά μήκος
- ενοχλημένος
- Ξαφνιασμένος
- ανέβηκε στο κεφάλι του
Nearest Words of foxed
Definitions and Meaning of foxed in English
foxed (imp. & p. p.)
of Fox
foxed (a.)
Discolored or stained; -- said of timber, and also of the paper of books or engravings.
Repaired by foxing; as, foxed boots.
FAQs About the word foxed
κιτρινόξανθος
of Fox, Discolored or stained; -- said of timber, and also of the paper of books or engravings., Repaired by foxing; as, foxed boots.
μπερδεμένος,απορημένος,μπερδεμένος,μπερδεμένος,μπερδεμένος,μπερδεμένος,Μπερδεμένος,ρυθμός,θαμπός,μπερδεμένος
σίγουρος,ενημερωμένος,ικανοποιημένος,καθησυχασμένος,διαφωτισμένος
foxearth => Λαγούμι αλεπούς, foxberry => ακταίαι, fox terrier => Φοξ τεριέ, fox talbot => Fox Talbot, fox squirrel => Αλεπού-σκίουρος,