Greek Meaning of fuddled

συγκεχυμένος

Other Greek words related to συγκεχυμένος

Definitions and Meaning of fuddled in English

Wordnet

fuddled (s)

very drunk

Webster

fuddled (imp. & p. p.,)

of Fuddle

FAQs About the word fuddled

συγκεχυμένος

very drunkof Fuddle

μπερδεμένος,απορημένος,μπερδεμένος,μπερδεμένος,μπερδεμένος,μπερδεμένος,Μπερδεμένος,θαμπός,μπερδεμένος,μπερδεμένος

σίγουρος,ενημερωμένος,ικανοποιημένος,καθησυχασμένος,διαφωτισμένος

fuddle => μπερδεύω, fudder => φούντα, fucusol => φουκοσόλη, fucus vesiculosus => Φύκος φουσκωτό, fucus serratus => fucus serratus,