Greek Meaning of strung along

κατά μήκος

Other Greek words related to κατά μήκος

Definitions and Meaning of strung along in English

strung along

to keep waiting, go along, agree, to go along, deceive, fool, deceive sense 1, fool

FAQs About the word strung along

κατά μήκος

to keep waiting, go along, agree, to go along, deceive, fool, deceive sense 1, fool

εξαπατημένη,εξαπατημένος,Αυταπατώμενος,φορούσε,Μπερδεμένος,Γοητευμένος,έμπλεξε,καμμένος,καμένο,πιάστηκε

Αποκαλύφθηκε,εκτεθειμένο,αποκάλυψε,αποκαλυμμένος,απάτητος,εκτεθειμένος,εμφανίστηκε,ξεσκεπασμένος,Απογοητευμένος,αποκαλυπτόμενη

struggles => αγώνες, struggled => αγωνιζόταν, structuring => διάρθρωση, structures => δομές, struck out => χτυπημένος έξω,