FAQs About the word stropping

τρίψιμο

strap, to sharpen on a strop, to sharpen (a razor) on a strop, a short rope with its ends spliced to form a circle, a usually leather band for sharpening a razo

άλεση,ακονίζω,άκρη,τρίψιμο,Υποβολή,λιθοβολισμός,ακονισμός

θαμπά,βαρετός,στίλβωση,λείανση,γυάλισμα,στρογγυλοποίηση,γυάλισμα,γλωσσική ανάλυση

stropped => ακονισμένο, strongholds => Οχυρά, strongboxes => χρηματοκιβώτια, strong-arms => δυνατά μπράτσα, strong-arming => βία,