FAQs About the word stoning

λιθοβολισμός

the act of pelting with stones; punishment inflicted by throwing stones at the victim (even unto death)

άλεση,ακονίζω,άκρη,Υποβολή,τρίψιμο,τρίψιμο,ακονισμός

θαμπά,βαρετός,στίλβωση,στρογγυλοποίηση,λείανση,γυάλισμα,γυάλισμα,γλωσσική ανάλυση

stonily => ψυχρά, stonewort => χαρές, stonework => Λίθινη οικοδομή, stonewash => Στόουν ουός, stonewalling => ανέγερση τοίχου,