Greek Meaning of stony
λιθώδης
Other Greek words related to λιθώδης
- σκληρόκαρδος
- σκληρυμένο στην επιφάνεια
- ζοφερός
- σκληρός
- Σκληρόκαρδος
- σκληρός
- άκαρδος
- σκληραίνει
- απάνθρωπος
- απάνθρωπος
- Αίσθητος
- αναίσθητος
- αμείλικτος
- πεισματάρης
- καταπιεστικός
- άσπλαχνος
- αδυσώπητος
- τραχύς
- αδίστακτος
- Άψυχος
- πρύμνη
- Παχυδερμικός
- σκληρός
- αναίσθητος
- αναίσθητος
- αδυσώπητος
- αμείλικτος
- ανανταγωνιστικό
- αναίσθητος
- Ανειλικρινής
- προσβλητικός
- αγενής
- βίαιος
- κρύος
- ψυχρός
- σκληρός
- δυσάρεστος
- σκληρόβραστος
- απρόσεκτος
- αναίσθητος
- κακόβουλος
- παχυδερματικός
- άγριος
- σοβαρός
- κακεντρεχής
- Ασπλαχνος
- μουρτζούφλης
- απρόσεκτος
- αδιάφορος
- ανεπιθύμητος
- αγενής
- χωρίς αγάπη
- απρόσεκτος
- Ιογενής
- Α Desensibilisierte
- σιδερένιος
- Καύση και καύση
- μη παίρνεις αιχμαλώτους
- πικρόχολος
- αυστηρός
- βάρβαρος
- κτηνώδης
- κτηνώδης
- σέρνω έξω
- κακόβουλος
- παγωμένος
- σκληραγωγημένος
- αδέξιος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- καταρρίπτω
- άγριος καυγάς
- κακόβουλος
- μέση τιμή
- μνησίκακος
- σκληρός και άξεστος
- σφυρί
- κακός
- σιδερόφρακτος
- Σιδηρόφρακτη
- Φουσκωμένος
- φιλάνθρωπος
- φιλανθρωπικός
- συμπονετικός
- ήπιος
- ανθρώπινος
- ευγενικός
- παρακαλώ
- ελεήμων
- ήπιος
- ευαίσθητος
- συμπαθής
- τρυφερό
- ζεστός
- καλοήθης
- φιλικός
- φιλικός
- φιλεύσπλαχνος
- επιεικής
- καλόκαρδος
- επιεικής
- μαλακοκάδιας
- Τρυφερός
- Θερμόκαρδος
- στοργικός
- ήπιος
- οπαδός
- καλόκαρδος
- Καλοσυνάτος
- αγαπώντας
- ανεκτικός
- κατανόηση
Nearest Words of stony
Definitions and Meaning of stony in English
stony (s)
abounding in rocks or stones
showing unfeeling resistance to tender feelings
hard as granite
FAQs About the word stony
λιθώδης
abounding in rocks or stones, showing unfeeling resistance to tender feelings, hard as granite
σκληρόκαρδος,σκληρυμένο στην επιφάνεια,ζοφερός,σκληρός,Σκληρόκαρδος,σκληρός,άκαρδος,σκληραίνει,απάνθρωπος,απάνθρωπος
φιλάνθρωπος,φιλανθρωπικός,συμπονετικός,ήπιος,ανθρώπινος,ευγενικός,παρακαλώ,ελεήμων,ήπιος,ευαίσθητος
stoning => λιθοβολισμός, stonily => ψυχρά, stonewort => χαρές, stonework => Λίθινη οικοδομή, stonewash => Στόουν ουός,