Greek Meaning of benignant
καλοήθης
Other Greek words related to καλοήθης
- Ευεργετικός
- φιλάνθρωπος
- συμπονετικός
- ήπιος
- φιλεύσπλαχνος
- ανθρώπινος
- ευγενικός
- παρακαλώ
- συμπαθής
- στοχαστικός
- προσεκτικός, προσεκτική
- καλοήθης
- φιλικός
- γενναιόδωρος
- καλός
- Καλοκάγαθος
- ανθρωπιστικός
- καλόκαρδος
- ελεήμων
- ήπιος
- ωραίο
- ευχάριστος
- μαλακοκάδιας
- επίμονος
- γλυκό
- τρυφερό
- Τρυφερός
- Θερμόκαρδος
- Φιλικός
- αλτρουιστικός
- φιλικός
- αδελφικός
- φιλανθρωπικός
- ήπιος
- φιλικός
- συντροφικός
- προσεκτικός
- φιλικός
- ανεκτικός
- συγχωρητικός
- Ελεύθερο σκίτσο
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- Καλοσυνάτος
- επιεικής
- φιλελεύθερος
- γενναιόδωρος
- γενναιόδωρος
- φιλικός
- ευγενής
- ειλικρινής
- ασθενής
- φιλανθρωπικός
- φιλανθρωπικός
- οίκτος
- ανιδιοτελής
- μαλακός
- ανεκτικός
- κατανόηση
- ανιδιοτελής
- αμείλικτος
- ζεστός
- Φρικτός
- βάρβαρος
- βάρβαρος
- κτηνώδης
- βίαιος
- βάρβαρος
- κτηνώδης
- σκληρόκαρδος
- σκληρός
- διαβολικός
- άκαρδος
- απάνθρωπος
- απάνθρωπος
- Αίσθητος
- αμείλικτος
- άσπλαχνος
- αδίστακτος
- σαδιστικός
- άγριος
- άγριος
- αναίσθητος
- αγενής
- ανανταγωνιστικό
- κακός
- ψυχρός
- ζοφερός
- Σκληρόκαρδος
- σκληρός
- αναίσθητος
- αναίσθητος
- κακόβουλος
- κακόβουλος
- κακοήθης
- Κακοήθης
- μέση τιμή
- σοβαρός
- κακεντρεχής
- πρύμνη
- απρόσεκτος
- σκληρός
- αδιάφορος
- αδυσώπητος
- άσχημα
- ασυναισθητος
- απρόσεκτος
- Ιογενής
- αυθαίρετος
- σιδερένιος
- σκληρόβραστος
- αδέξιος
- βρώμικο
- Ασπλαχνος
- αναίσθητος
Nearest Words of benignant
Definitions and Meaning of benignant in English
benignant (a)
pleasant and beneficial in nature or influence
benignant (s)
characterized by kindness and warm courtesy especially of a king to his subjects
benignant (a.)
Kind; gracious; favorable.
FAQs About the word benignant
καλοήθης
pleasant and beneficial in nature or influence, characterized by kindness and warm courtesy especially of a king to his subjectsKind; gracious; favorable.
Ευεργετικός,φιλάνθρωπος,συμπονετικός,ήπιος,φιλεύσπλαχνος,ανθρώπινος,ευγενικός,παρακαλώ,συμπαθής,στοχαστικός
Φρικτός,βάρβαρος,βάρβαρος,κτηνώδης,βίαιος,βάρβαρος,κτηνώδης,σκληρόκαρδος,σκληρός,διαβολικός
benignancy => καλοήθης, benign tumour => Καλοήθης όγκος, benign tumor => Καλοήθης όγκος, benign prostatic hyperplasia => Καλοήθης υπερπλασία προστάτη, benign => καλοήθης,