Greek Meaning of fiendish

διαβολικός

Other Greek words related to διαβολικός

Definitions and Meaning of fiendish in English

Wordnet

fiendish (s)

extremely evil or cruel; expressive of cruelty or befitting hell

Webster

fiendish (a.)

Like a fiend; diabolically wicked or cruel; infernal; malignant; devilish; hellish.

FAQs About the word fiendish

διαβολικός

extremely evil or cruel; expressive of cruelty or befitting hellLike a fiend; diabolically wicked or cruel; infernal; malignant; devilish; hellish.

δαιμονικός,δαιμονικός,διαβολικός,διαβολικός,ζοφερός,δαιμονικός,δαιμονικός,διαβολικός,Άγριος,διαβολικός

αγγελικός,Ευεργετικός,φιλάνθρωπος,καλοήθης,ουράνιος,ουράνιος,αγγελικός,ηθικός,ευσεβής,καλός

fiendful => δαιμονικός, fiend => δαίμονας, fieldy => Φίλντυ, fieldworker => υπαίθριος εργάτης, fieldwork => Εργασία πεδίου,