Greek Meaning of forbearing

ανεκτικός

Other Greek words related to ανεκτικός

Definitions and Meaning of forbearing in English

Wordnet

forbearing (s)

showing patient and unruffled self-control and restraint under adversity; slow to retaliate or express resentment

Webster

forbearing (p. pr. & vb. n.)

of Forbear

Webster

forbearing (a.)

Disposed or accustomed to forbear; patient; long-suffering.

FAQs About the word forbearing

ανεκτικός

showing patient and unruffled self-control and restraint under adversity; slow to retaliate or express resentmentof Forbear, Disposed or accustomed to forbear;

υπάκουος,ασθενής,στωικός,συλλεγέν,επιεικής,μακρόθυμος,προθυμος,παθητικός,συγκρατημένος,στωικός

παραπονούμενος,απογοητευμένος,Ανυπόμονος,κουρασμένος,διαμαρτυρόμενος,βαρετό,αντίθετος,προκλητικός,ανυπάκουος,ανθεκτικό

forbearer => πρόγονος, forbearant => ανεκτικός, forbearance => ανεκτικότητα, forbear => ανέχεσθαι, forbathe => λούζομαι,