Greek Meaning of forayer
αναζητητής
Other Greek words related to αναζητητής
Nearest Words of forayer
Definitions and Meaning of forayer in English
forayer (n.)
One who makes or joins in a foray.
FAQs About the word forayer
αναζητητής
One who makes or joins in a foray.
ενέδρα,επιτιθέμενος,Επιτιθέμενος,γεράκι,ο εκκινητής,ληστής,γεράκι πολέμου,επιτιθέμενος,Ενέδρα,υπαίτιος
υπερασπιστής,περιστέρι,Ειρηνιστής,ειρηνοποιός,μη εμπόλεμο
foray into => επιδρομή σε, foray => επιδρομή, forasmuch => επειδή, foraminous => Πορώδης, foraminiferous => τρηματοφόρος,