Greek Meaning of forbearer
πρόγονος
Other Greek words related to πρόγονος
Nearest Words of forbearer
Definitions and Meaning of forbearer in English
forbearer (n.)
One who forbears.
FAQs About the word forbearer
πρόγονος
One who forbears.
αποφεύγω,(κρατώ μακριά),απέχω (από),απαρνηθώ,απέχεται (από),αρνούμαι,παραιτούμαι,εγκαταλείπω,αρνούμαι,αποφεύγω
Υποκλίνομαι,υποχωρώ (σε),υποβάλλω (σε),succumb (to),παραδίδομαι (σε),υποχωρώ,παραδίδω,παραδεχτώ (σε),αποδέχομαι,υποκύπτω (σε κάποιον/κάτι)
forbearant => ανεκτικός, forbearance => ανεκτικότητα, forbear => ανέχεσθαι, forbathe => λούζομαι, forbare => απέφευγε,