Greek Meaning of forbiddingly

απαγορευτικά

Other Greek words related to απαγορευτικά

Definitions and Meaning of forbiddingly in English

Wordnet

forbiddingly (r)

in an unpleasant or menacing manner

FAQs About the word forbiddingly

απαγορευτικά

in an unpleasant or menacing manner

φοβερός,τρομακτικό,φρικτός,φοβερός,τρομακτικός,φοβερός,τρομακτικός,ανησυχητικός,ανατριχιαστικός,φρικτός

καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,ελκυστικό ,κατευναστικός,καθησυχαστικός,χαλαρωτικό,κατευναστικός,καταπραϋντικό,χαλαρωτικό

forbidding => απαγορευτικό, forbidder => απαγορευτής, forbiddenly => απαγορευμένα, forbidden fruit => Απαγορευμένος καρπός, forbidden city => Απαγορευμένη Πόλη,