Greek Meaning of creepy
ανατριχιαστικός
Other Greek words related to ανατριχιαστικός
- ανατριχιαστικό
- ανατριχιαστικό
- στοιχειωμένος
- παράξενος/η
- τρομακτικός
- παράξενος
- Παράξενος
- περίεργος
- περίεργος
- αινιγματικός
- αινιγματικός
- φρικτός
- φαντασμαγορικός
- φανταστικός
- Μακάβριος
- φρικτός
- τρομακτικός
- ανεξιχνίαστος
- μεταφυσικός
- μυστηριώδης
- μονός
- εκκεντρικός
- Εκκεντρικός
- περίεργος
- συγκεχυμένο
- γραφικό
- παράξενο
- εκκεντρικός
- φασματικός
- ανατριχιαστικός
- υπερφυσικός
- φοβερός
- τρομακτικός
- ασυνήθιστος
- ασυνήθιστο
Nearest Words of creepy
- creeps => ερπετά
- creeping zinnia => Ζίννια η έρπουσα
- creeping wood sorrel => Ξινόφυλλο το κοινό
- creeping wintergreen => Γαϊδουράγκαθο
- creeping windmill grass => Άγριο σιτάρι
- creeping willow => Ιτιά η κλαίουσα
- creeping thyme => θύμος
- creeping thistle => Κίτρινη ανθρακολακιά
- creeping st john's wort => Υπερικό
- creeping spike rush => Δροσερά
Definitions and Meaning of creepy in English
creepy (s)
annoying and unpleasant
causing a sensation as of things crawling on your skin
FAQs About the word creepy
ανατριχιαστικός
annoying and unpleasant, causing a sensation as of things crawling on your skin
ανατριχιαστικό,ανατριχιαστικό,στοιχειωμένος,παράξενος/η,τρομακτικός,παράξενος,Παράξενος,περίεργος,περίεργος,αινιγματικός
κοινός,συνηθισμένος,κάθε μέρα,φυσικός,φυσιολογικός,συνηθισμένος,ρουτίνα,τυπικός,συνήθης,γνώριμος
creeps => ερπετά, creeping zinnia => Ζίννια η έρπουσα, creeping wood sorrel => Ξινόφυλλο το κοινό, creeping wintergreen => Γαϊδουράγκαθο, creeping windmill grass => Άγριο σιτάρι,