Greek Meaning of spookish
ανατριχιαστικός
Other Greek words related to ανατριχιαστικός
- ανατριχιαστικός
- ανατριχιαστικό
- ανατριχιαστικό
- στοιχειωμένος
- παράξενος/η
- μυστηριώδης
- φασματικός
- τρομακτικός
- παράξενος
- Παράξενος
- ασυνήθιστο
- περίεργος
- περίεργος
- φοβερός
- αινιγματικός
- αινιγματικός
- φοβερός
- φρικτός
- φαντασμαγορικός
- φανταστικός
- Μακάβριος
- φρικτός
- τρομακτικός
- ανεξιχνίαστος
- μεταφυσικός
- μονός
- εκκεντρικός
- περίεργος
- συγκεχυμένο
- γραφικό
- παράξενο
- εκκεντρικός
- υπερφυσικός
- φοβερός
- τρομακτικός
- ασυνήθιστος
- ασυνήθιστος
- Εκκεντρικός
Nearest Words of spookish
Definitions and Meaning of spookish in English
spookish
to make frightened or frantic, to make or become frightened, haunt sense 3, ghost, specter, to become spooked, an undercover agent, to startle into violent activity (such as stampeding), spy entry 2 sense 2
FAQs About the word spookish
ανατριχιαστικός
to make frightened or frantic, to make or become frightened, haunt sense 3, ghost, specter, to become spooked, an undercover agent, to startle into violent acti
ανατριχιαστικός,ανατριχιαστικό,ανατριχιαστικό,στοιχειωμένος,παράξενος/η,μυστηριώδης,φασματικός,τρομακτικός,παράξενος,Παράξενος
κοινός,συνηθισμένος,κάθε μέρα,φυσικός,φυσιολογικός,συνηθισμένος,ρουτίνα,τυπικός,συνήθης,γνώριμος
spooking => τρομακτικό, spooked => φοβισμένος, spoofs => Παρωδίες, spoofing => πλαστοπροσωπία, spoofed => πλαστογραφημένο,