Greek Meaning of eerie

ανατριχιαστικό

Other Greek words related to ανατριχιαστικό

Definitions and Meaning of eerie in English

Wordnet

eerie (s)

suggestive of the supernatural; mysterious

inspiring a feeling of fear; strange and frightening

Webster

eerie (a.)

Alt. of Eery

FAQs About the word eerie

ανατριχιαστικό

suggestive of the supernatural; mysterious, inspiring a feeling of fear; strange and frighteningAlt. of Eery

ανατριχιαστικός,στοιχειωμένος,περίεργος,παράξενος/η,φανταστικός,μονός,τρομακτικός,τρομακτικός,παράξενος,Παράξενος

κοινός,συνηθισμένος,κάθε μέρα,φυσικός,φυσιολογικός,συνηθισμένος,ρουτίνα,τυπικός,συνήθης,γνώριμος

e'er => ποτέ, e'en => ακόμα και, een => ένα, eelworm => Σκουλήκι, eelspear => ψαροντούφεγκο για χέλια,