Greek Meaning of spoofed

πλαστογραφημένο

Other Greek words related to πλαστογραφημένο

Definitions and Meaning of spoofed in English

spoofed

to make good-natured fun of, deceive, hoax, a light humorous parody, hoax, deception

FAQs About the word spoofed

πλαστογραφημένο

to make good-natured fun of, deceive, hoax, a light humorous parody, hoax, deception

απομίμησε,χλεύασε,παρωδημένο,μπουρλέσκ,σατιρικός,έκανε,μιμήθηκε,εξευτελισμένος,στάλθηκε,ενήργησε

Αποκαλύφθηκε,εκτεθειμένο,αποκάλυψε,είπε,αποκαλυμμένος,απάτητος,εκτεθειμένος,εμφανίστηκε,ξεσκεπασμένος,Απογοητευμένος

sponsoring => χορηγία, sponsored => χορηγούμενο, sponging => σπογγώδης, sponges => Σφουγγάρια, spongers => σφουγγάρια,