Greek Meaning of spoliating
λεηλασία
Other Greek words related to λεηλασία
- εξολοθρευτικός
- επιζήμιος
- κατεδάφιση
- λεηλατώντας
- λεηλασία
- Καταστροφικός
- καταστροφικός
- πονώντας
- βλαπτική
- λεηλασία
- λεηλατώντας
- λεηλασία
- λεηλασία
- λεηλασία
- καταστρεπτικός
- καταστροφική
- σαμποτάροντας
- απόλυση
- φανταστικός
- κατεδάφιση
- συνολικά
- συνολικά
- σπατάλη
- εξάλειψη
- καταστρεπτικός
- εκκωφαντικός
- σπάσιμο
- βεβήλωση
- Γκράφιτι
- βλαβερός
- φθορά
- άπληστος
- ισοπέδωση
- μαστίγωμα [masˈtiɡɔma]
- συντριπτικός
- κακομαθαίνω
- Επισήμανση
- παραβιάζοντας
- στραγγαλισμός
- δυσφημούντες
- Γκραφίτι
- καταστροφή
- βανδαλισμός
Nearest Words of spoliating
Definitions and Meaning of spoliating in English
spoliating
despoil
FAQs About the word spoliating
λεηλασία
despoil
εξολοθρευτικός,επιζήμιος,κατεδάφιση,λεηλατώντας,λεηλασία,Καταστροφικός,καταστροφικός,πονώντας,βλαπτική,λεηλασία
διατηρητέο,προστατευτικός,αποταμίευση,κτίριο,διατήρησης,ανοικοδόμηση,διάσωση
spoliated => σφετερισμένος, spoliate => λεηλατώ, spokeswomen => εκπρόσωποι, spokespeople => εκπρόσωποι, spokesmodel => Εκπρόσωπος,