FAQs About the word spoke up

μίλησε

speak out, to express an opinion freely, to speak loudly and distinctly

έκλαψε,φώναξε,ηχήθηκε,μίλησε,φώναξε,ονομαζόμενος,φώναξε,(Ούρλιαξε),αρθρωτά,κλαίω με λυγμούς

Κλείνω το στόμα μου,σιωπηλός,καταπιεσμένη,ησυχασμένος

spoke out => μίλησε, spoke (to or with) => μίλησε (σε ή με), spoke (of) => μίλησε για, spoke (about) => μίλησε για, spoilt (for) => Κακομαθημένος (για),