Greek Meaning of vociferated
εξέφραζε με θόρυβο
Other Greek words related to εξέφραζε με θόρυβο
Nearest Words of vociferated
- vociferate => φωνάζω
- vociferant => θορυβώδης
- vociferance => θόρυβος
- vocative case => Κλητική
- vocative => κλητική
- vocationally => επαγγελματικά
- vocational training => επαγγελματική εκπαίδευση
- vocational school => Επαγγελματική σχολή
- vocational rehabilitation program => πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης
- vocational rehabilitation => επαγγελματική αποκατάσταση
Definitions and Meaning of vociferated in English
vociferated (imp. & p. p.)
of Vociferate
FAQs About the word vociferated
εξέφραζε με θόρυβο
of Vociferate
έκλαψε,φώναξε,φώναξε,κλαίω με λυγμούς,γάβγισε,βρυχάσθαι,ονομαζόμενος,φώναξε,φώναξε,κούφιος
ψιθύρισε,μουρμούρισε,ψιθυρισμένο,ανέπνεε,μούγγρισε
vociferate => φωνάζω, vociferant => θορυβώδης, vociferance => θόρυβος, vocative case => Κλητική, vocative => κλητική,