Greek Meaning of vociferance
θόρυβος
Other Greek words related to θόρυβος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of vociferance
- vocative case => Κλητική
- vocative => κλητική
- vocationally => επαγγελματικά
- vocational training => επαγγελματική εκπαίδευση
- vocational school => Επαγγελματική σχολή
- vocational rehabilitation program => πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης
- vocational rehabilitation => επαγγελματική αποκατάσταση
- vocational program => Πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης
- vocational education => επαγγελματική εκπαίδευση
- vocational => επαγγελματικός
Definitions and Meaning of vociferance in English
vociferance (n.)
Vociferation; noise; clamor.
FAQs About the word vociferance
θόρυβος
Vociferation; noise; clamor.
No synonyms found.
No antonyms found.
vocative case => Κλητική, vocative => κλητική, vocationally => επαγγελματικά, vocational training => επαγγελματική εκπαίδευση, vocational school => Επαγγελματική σχολή,