Greek Meaning of vocationally
επαγγελματικά
Other Greek words related to επαγγελματικά
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of vocationally
- vocational training => επαγγελματική εκπαίδευση
- vocational school => Επαγγελματική σχολή
- vocational rehabilitation program => πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης
- vocational rehabilitation => επαγγελματική αποκατάσταση
- vocational program => Πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης
- vocational education => επαγγελματική εκπαίδευση
- vocational => επαγγελματικός
- vocation => Κάλεσμα
- vocalness => φωνητική
- vocally => φωνητικά
Definitions and Meaning of vocationally in English
vocationally (r)
affecting the pursuit of a vocation or occupation
FAQs About the word vocationally
επαγγελματικά
affecting the pursuit of a vocation or occupation
No synonyms found.
No antonyms found.
vocational training => επαγγελματική εκπαίδευση, vocational school => Επαγγελματική σχολή, vocational rehabilitation program => πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης, vocational rehabilitation => επαγγελματική αποκατάσταση, vocational program => Πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης,