FAQs About the word vociferation

Θόρυβος

a loud utterance; often in protest or oppositionThe act of vociferating; violent outcry; vehement utterance of the voice.

ουρλιαχτό,θόρυβος,βρυχηθμός,θόρυβος,θόρυβος,θόρυβος και αναστάτωση,Θόρυβος,Κραυγή,ρακέτα,χάος

Μουρμούρισμα,γογγύζοντας,βρυχηθμός,βροντερό,μουρμουρίζω,γκρίνια

vociferating => θορυβώδης, vociferated => εξέφραζε με θόρυβο, vociferate => φωνάζω, vociferant => θορυβώδης, vociferance => θόρυβος,