Greek Meaning of bellowed

βρυχάσθαι

Other Greek words related to βρυχάσθαι

Definitions and Meaning of bellowed in English

Webster

bellowed (imp. & p. p.)

of Bellow

FAQs About the word bellowed

βρυχάσθαι

of Bellow

γρύλισε,(Ούρλιαξε),άνθισε,έκλαψε,βρόντηξε,φώναξε,φώναξε,φώναξε,βρόντησε,φώναξε

γρύλισε,προφορικός,μούγγρισε,ψιθύρισε,μουρμούρισε,ψιθυρισμένο,τρίζω,γκρίνιαξε,νιαουρίζω,τράβηξε

bellow => φυσερό, bellona => Βελλόνα, belloc => Μπελόκ, bell-mouthed => καμπανοειδής, bellman => κλητήρας,