Greek Meaning of grunted
γρύλισε
Other Greek words related to γρύλισε
Nearest Words of grunted
Definitions and Meaning of grunted in English
grunted (imp. & p. p.)
of Grunt
FAQs About the word grunted
γρύλισε
of Grunt
μούγγρισε,ψιθύρισε,μουρμούρισε,προφορικός,ψιθυρισμένο,ψέλλισε,μίλησε,ανέπνεε,κουβέντιαζε,γκρινιάζω
αρθρωτά,εκφωνημένος,μίλησε,μίλησε
grunt => μουρμούρα, grungy => γκράντζι, grungily => βρώμικα, grunge => grunge, grundyism => grundyism,