Greek Meaning of enunciated

εκφωνημένος

Other Greek words related to εκφωνημένος

Definitions and Meaning of enunciated in English

Webster

enunciated (imp. & p. p.)

of Enunciate

FAQs About the word enunciated

εκφωνημένος

of Enunciate

αρθρωτά,προφέρεται,ανέπνεε,μούγγρισε,μουρμούρισε,φώναξε,Σύμφωνο,ομιλούμενος,προφέρεται,φωνητικός

άναρθρος,βουβός,ήσυχος,σιωπηλός,ανείπωτο,Μη εκφρασμένο,ανείπωτο,Ανεπίφραστος,άφωνος,άηχος

enunciate => εκφωνώ, enunciable => Εξαγγελτικός, enumerator => απαριθμητής, enumerative => απαριθμητικός, enumeration => απαρίθμηση,