FAQs About the word enumerative

απαριθμητικός

Counting, or reckoning up, one by one.

λεπτομέρεια,λίστα,περίγραμμα,απαγγέλλω,κατάλογος,αναφέρω,αναφέρειν,πρόβα,ταξινομώ,σημειώστε (απενεργοποίηση)

γενικεύω

enumeration => απαρίθμηση, enumerating => αρίθμηση, enumerated => απαριθμούμενος, enumerate => απαριθμώ, enumerable => απαριθμήσιμος,