Greek Meaning of shouted
φώναξε
Other Greek words related to φώναξε
Nearest Words of shouted
Definitions and Meaning of shouted in English
shouted (s)
in a vehement outcry
shouted (imp. & p. p.)
of Shout
FAQs About the word shouted
φώναξε
in a vehement outcryof Shout
ανέπνεε,λαχάνιασε,προφορικός,μούγγρισε,ψιθύρισε,μουρμούρισε,Στάζει,ψιθυρισμένο,κελάηδησε,παρατεταμένο
άναρθρος,βουβός,ήσυχος,σιωπηλός,ανείπωτο,Μη εκφρασμένο,ανείπωτο,άφωνος,άηχος,Ανεπίφραστος
shout out => φωνάζω, shout down => φωνάζω κάτω, shout => κραυγή, shoulder-to-shoulder => ώμο με ώμο, shoulder-shotten => αφανισμένες πλάτες,