Greek Meaning of shouldering

ανάληψη

Other Greek words related to ανάληψη

Definitions and Meaning of shouldering in English

Webster

shouldering (p. pr. & vb. n.)

of Shoulder

FAQs About the word shouldering

ανάληψη

of Shoulder

Αποδεκτός,υποθέτοντας,ρουλεμάν,Επιχείρηση,υιοθεσία,Αγκαλιάζει,ανάληψη,προσχωρούντος,συμφωνώντας,υπεράσπιση

abjuring,αποφυγή,μειούμενη,αποκηρύσσοντας,αποποιούμενος,αποκήρυξη,αρνούμαι,Απορριπτικός,εγκατάλειψη,αποποιούμενοι

shouldered arch => Καμάρα, shouldered => ώμος, shoulder vise => Βάση ώμου, shoulder strap => Λουρί ώμου, shoulder patch => Επώμιο,