Greek Meaning of scourging

μαστίγωμα [masˈtiɡɔma]

Other Greek words related to μαστίγωμα [masˈtiɡɔma]

Definitions and Meaning of scourging in English

Webster

scourging (p. pr. & vb. n.)

of Scourge

FAQs About the word scourging

μαστίγωμα [masˈtiɡɔma]

of Scourge

Καταστροφικός,καταστροφικός,καταστρεπτικός,λεηλασία,καταστροφική,απόσυρση,εξολοθρευτικός,συντριπτικός,αποδεκατισμός,κατεδάφιση

αναρρώνει,αποκατάσταση,επισκευή,Αποκατάσταση,επιδιόρθωση,επισκευή,ανακαίνιση,λυτρωτικός,patch,ανανέωση

scourger => μαστιγωτής, scourged => μαστιγωμένος, scourge of the gods => Μάστιγα των θεών, scourge of god => Μάστιγα του Θεού, scourge => μάστιγα,