Greek Meaning of scourging
μαστίγωμα [masˈtiɡɔma]
Other Greek words related to μαστίγωμα [masˈtiɡɔma]
- Καταστροφικός
- καταστροφικός
- καταστρεπτικός
- λεηλασία
- καταστροφική
- απόσυρση
- εξολοθρευτικός
- συντριπτικός
- αποδεκατισμός
- κατεδάφιση
- ερημωτικός
- λεηλασία
- εξάλειψη
- εξάλειψη
- κατάσβεση
- Επιδρομή
- παρενόχληση
- λεηλασία
- λεηλατώντας
- χλοοκοπή
- Διαγραφικός
- συντριπτικός
- ανατροπή
- συντριπτικός
- λεηλασία
- ισοπέδωση
- σβήσιμο
- απόλυση
- συντριπτικός
- φανταστικός
- συνολικά
- συνολικά
- εξάτμιση
- σπατάλη
- εξάλειψη
- στραγγαλισμός
- καταστρεπτικός
Nearest Words of scourging
Definitions and Meaning of scourging in English
scourging (p. pr. & vb. n.)
of Scourge
FAQs About the word scourging
μαστίγωμα [masˈtiɡɔma]
of Scourge
Καταστροφικός,καταστροφικός,καταστρεπτικός,λεηλασία,καταστροφική,απόσυρση,εξολοθρευτικός,συντριπτικός,αποδεκατισμός,κατεδάφιση
αναρρώνει,αποκατάσταση,επισκευή,Αποκατάσταση,επιδιόρθωση,επισκευή,ανακαίνιση,λυτρωτικός,patch,ανανέωση
scourger => μαστιγωτής, scourged => μαστιγωμένος, scourge of the gods => Μάστιγα των θεών, scourge of god => Μάστιγα του Θεού, scourge => μάστιγα,