Greek Meaning of overwhelming

συντριπτικός

Other Greek words related to συντριπτικός

Definitions and Meaning of overwhelming in English

Wordnet

overwhelming (s)

so strong as to be irresistible

very strong; urgently felt

Webster

overwhelming (p. pr. & vb. n.)

of Overwhelm

Webster

overwhelming (a.)

Overpowering; irresistible.

FAQs About the word overwhelming

συντριπτικός

so strong as to be irresistible, very strong; urgently feltof Overwhelm, Overpowering; irresistible.

μεταδοτικός,ακαταμάχητος,ακαταμάχητος,συντριπτικός,εξάπλωση,αλίευση,μεταδοτικός,επιδημία,απτός,αντιληπτό

αποδεκτός,επαρκής,υποφερτός,υποφερτός, υποστηρικτός,βιώσιμος,ανεκτός,επιпусти,επιτρεπόμενο,κατοικήσιμος,κατοικήσιμος

overwhelmed => Υπερφορτωμένος, overwhelm => κατακλύζω, overwet => υπερβολικά υγρό, overwell => πάρα πολύ, overweight => Παχυσαρκία,