Greek Meaning of crushing
συντριπτικός
Other Greek words related to συντριπτικός
- συντριπτικός
- οδυνηρός
- απαράδεκτο
- ανυπόφορος
- οξύς
- φρικτός
- φοβερός
- οδυνηρός
- ακραίο
- φρικτός
- σκληρός
- διογκωτικός
- σκληρός
- φρικτό
- φρικτός
- φρικτός
- τρομακτικός
- ανυπόφορος
- αβάσταχτος
- έντονο
- ανυπόφορος
- ναυτία
- εφιαλτικός
- τρύπημα
- απωθητικός
- αποκρουστικός
- συγκλονιστικό
- αποκρουστικός
- φοβερός
- βασανιστικός
- βασανιστικός
- άβολος
- ανυπόφορος
- ανυπόφορο
- φαύλος
- άχαρος
- απεχθής
- Φριχτή
- απεχθής
- αποκρουστικός
- επιβλαβής
- αποκρουστικός
- προσβλητικό
- αποκρουστικός
- ανέκφραστος
Nearest Words of crushing
Definitions and Meaning of crushing in English
crushing (n)
forceful prevention; putting down by power or authority
crushing (s)
physically or spiritually devastating; often used in combination
FAQs About the word crushing
συντριπτικός
forceful prevention; putting down by power or authority, physically or spiritually devastating; often used in combination
συντριπτικός,οδυνηρός,απαράδεκτο,ανυπόφορος,οξύς,φρικτός,φοβερός,οδυνηρός,ακραίο,φρικτός
αποδεκτός,υποφερτός,ανεκτός,υποφερτός, υποστηρικτός,βιώσιμος,ανεκτός,επαρκής,επιпусти,επιτρεπόμενο,κατοικήσιμος
crusher => θραυστήρας, crushed rock => Θρυμματισμένος βράχος, crushed leather => Ζουληγμένο δέρμα, crushed => θρυμματισμένος, crush out => συνθλίβω,