Greek Meaning of crusader

σταυροφόρος

Other Greek words related to σταυροφόρος

Definitions and Meaning of crusader in English

Wordnet

crusader (n)

a disputant who advocates reform

a warrior who engages in a holy war

FAQs About the word crusader

σταυροφόρος

a disputant who advocates reform, a warrior who engages in a holy war

ακτιβιστής,συνήγορος,μαχητής,μεροληπτικός,Ζηλωτής,πρωταθλητής,μαθητής,ανεμιστήρας,φανατικός,ιδεολόγος.

ερασιτέχνης,Δilletant,μη στρατιωτικός

crusade => σταυροφορία, crus => Σταυρός, crural => κνημιαίος, crupper => Κρουπιέρα, crunch => σκασίματα,