FAQs About the word crumple

τσαλακωμένος

fall apart, fold or collapse, to gather something into small wrinkles or folds, become wrinkled or crumpled or creased

διπλώνω,τσαλακώνω,ρυτίδα,Πτυχή,Ζαρώματα,αύλακα,Τσακίζω,κυματίζω,στένωμα,Κροκαλένια

ισοπεδώνω,σιδερώνω,Τύπος,λείο,ευθυγραμμίζω (efθiɡraˈmizɔ),ακόμα,Σίδηρος,λειαίνω,ξεδιπλώνω,ξεδιπλώνω

crumpet => κράμπετ, crump => γκρινιάζω, crummy => κακός, crumhorn => Κρουμχορν, crumbly => εύθρυπτος,