Greek Meaning of banging up

εκκωφαντικός

Other Greek words related to εκκωφαντικός

Definitions and Meaning of banging up in English

banging up

first-rate, excellent, first-rate, to cause extensive damage to

FAQs About the word banging up

εκκωφαντικός

first-rate, excellent, first-rate, to cause extensive damage to

επιζήμιος,βλαβερός,πονώντας,βλαπτική,συντριπτικός,κακομαθαίνω,κατεδάφιση,εξάλειψη,εξολοθρευτικός,σπάσιμο

διατηρητέο,προστατευτικός,αποταμίευση,κτίριο,διατήρησης,ανοικοδόμηση,διάσωση

banging away (at) => Τραβώντας μακριά (από), banging away => τραντάγματα, banged up => χτυπημένο, banged away (at) => χτυπάω (σε), banged away => χτυπήθηκε μακριά,