Greek Meaning of banking (on or upon)
βασίζομαι σε
Other Greek words related to βασίζομαι σε
Nearest Words of banking (on or upon)
Definitions and Meaning of banking (on or upon) in English
banking (on or upon)
No definition found for this word.
FAQs About the word banking (on or upon)
βασίζομαι σε
μετρώντας (σε ή για),εξαρτώμενος από (ή εξαρτώμενος από),βασίζομαι (σε ή σε)
καχύποπτος,αμφίβολος,καχύποπτος,ερώτηση,υποψιαζόμενος,άπιστος,έκπτωση,δυσφημιστική,άρνηση
bankers => τραπεζίτες, banked on => υπολόγιζε, banked (on or upon) => στηρίζομαι σε, bank on => ορίζω, banisters => κάγκελα,