FAQs About the word banking (on or upon)

βασίζομαι σε

μετρώντας (σε ή για),εξαρτώμενος από (ή εξαρτώμενος από),βασίζομαι (σε ή σε)

καχύποπτος,αμφίβολος,καχύποπτος,ερώτηση,υποψιαζόμενος,άπιστος,έκπτωση,δυσφημιστική,άρνηση

bankers => τραπεζίτες, banked on => υπολόγιζε, banked (on or upon) => στηρίζομαι σε, bank on => ορίζω, banisters => κάγκελα,