Greek Meaning of banked (on or upon)
στηρίζομαι σε
Other Greek words related to στηρίζομαι σε
Nearest Words of banked (on or upon)
Definitions and Meaning of banked (on or upon) in English
banked (on or upon)
No definition found for this word.
FAQs About the word banked (on or upon)
στηρίζομαι σε
λογίζεται (σε ή επί),Βασίστηκε (σε/βάσει),εξαρτημένος (από),αξιόπιστος
Αναξιόπιστος,αμφέβαλε,αμφισβητήθηκε,ύποπτος,απίστευτος,σε έκπτωση,αμφέβαλε,αμφέβαλλε,αρνημένο,εκτεθειμένος
bank on => ορίζω, banisters => κάγκελα, banishes => εξορίζει, bangs away (at) => κτυπάει δυνατά σε (σε), bangs => Φράντζα,