FAQs About the word bankrolling

χρηματοδότηση

supply of money, to supply money for (a business, project, or person)

προίκισμα,χρηματοδότηση,χρηματοδότηση,επιδότηση,υποστήριξη,προστασία,χορηγία,Αιγίδα,βοήθεια,βοήθεια

αποχρηματοδότηση

bankrolled => χρηματοδοτούμενο, banknotes => Χαρτονομίσματα, banking on => στηριζόμενος σε, banking (on or upon) => βασίζομαι σε, bankers => τραπεζίτες,