Greek Meaning of misdoubted
αμφέβαλε
Other Greek words related to αμφέβαλε
Nearest Words of misdoubted
- misdoings => πλημμελήματα
- misdirected => παρεξηγημένο
- misdiagnosing => Λανθασμένη διάγνωση
- misdiagnoses => εσφαλμένες διαγνώσεις
- misdiagnose => διαγνώσω λανθασμένα
- misdescriptions => Λανθασμένες περιγραφές
- misdescription => εσφαλμένη περιγραφή
- misdescribing => Λανθασμένη περιγραφή
- misdescribed => εσφαλμένα χαρακτηρισμένος
- misdemeanors => Πλημμελήματα
Definitions and Meaning of misdoubted in English
misdoubted
suspect, fear, doubt
FAQs About the word misdoubted
αμφέβαλε
suspect, fear, doubt
αμφέβαλε,αμφισβητήθηκε,Αναξιόπιστος,αμφέβαλλε,ύποπτος,απίστευτος,σε έκπτωση,εκτεθειμένος,αρνημένο
λογίζεται (σε ή επί),εξαρτημένος (από),Βασίστηκε (σε/βάσει),αξιόπιστος,στηρίζομαι σε
misdoings => πλημμελήματα, misdirected => παρεξηγημένο, misdiagnosing => Λανθασμένη διάγνωση, misdiagnoses => εσφαλμένες διαγνώσεις, misdiagnose => διαγνώσω λανθασμένα,