FAQs About the word misdoubted

αμφέβαλε

suspect, fear, doubt

αμφέβαλε,αμφισβητήθηκε,Αναξιόπιστος,αμφέβαλλε,ύποπτος,απίστευτος,σε έκπτωση,εκτεθειμένος,αρνημένο

λογίζεται (σε ή επί),εξαρτημένος (από),Βασίστηκε (σε/βάσει),αξιόπιστος,στηρίζομαι σε

misdoings => πλημμελήματα, misdirected => παρεξηγημένο, misdiagnosing => Λανθασμένη διάγνωση, misdiagnoses => εσφαλμένες διαγνώσεις, misdiagnose => διαγνώσω λανθασμένα,