Greek Meaning of misemployed
κακώς απασχολημένος
Other Greek words related to κακώς απασχολημένος
Nearest Words of misemployed
Definitions and Meaning of misemployed in English
misemployed
to use (something) in a wrong or harmful way
FAQs About the word misemployed
κακώς απασχολημένος
to use (something) in a wrong or harmful way
κακοποιημένος,κακοποιημένος,Υποβαθμισμένο,κακώς εφαρμοσμένο,διεστραμμένος,Στριμμένο,κατεστραμμένο,κατευνασμένος,βεβηλωμένος,Κακοδιαχειριζόμενο
εφαρμοσμένο,εργαζόμενος,χρησιμοποιημένο,χρησιμοποιείται,σεβαστός
mise-en-scenes => Μιζ-αν-σεν, mise-en-scene => σκηνογραφία, mise-en-scène => σκηνοθεσία, misdoubts => αμφιβολίες, misdoubted => αμφέβαλε,